περίθραυσις

περίθραυσις
-αύσεως, ἡ, Α [περιθραύω]
θραύση σε πολλά κομμάτια, κατακερματισμός με πίεση που ασκείται από όλα τα μέρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιθραύσεις — περίθραυσις fem nom/voc pl (attic epic) περίθραυσις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιθραύσεως — περιθραύσεω̆ς , περίθραυσις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”